- νιο-
- βλ. νε(ο)-.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νιος, νια, νιο — και νέος, α, ο αυτός που μόλις έγινε, που έχει μικρή ηλικία: Νιοι και νιες που περπατούν και φαιδρά με χαιρετούν (Βιζυηνός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
νιμπορειό — το εμπορικό λιμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νιμπορειός (ὁ), ονομ. πολλών νησιωτικών χωριών, με αλλαγή γένους. Η ονομ. Νιμπορειός έχει προέλθει από συνεκφορά τής αιτ. τού άρθρου τον με το ουσ. εμπορειός (< εμπορείον με καταβιβασμό τού τόνου στη λήγουσα… … Dictionary of Greek
νιόβλαστος — η, ο (για κλάδους και φυτά) αυτός που βλάστησε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νιο * + βλαστος (< βλαστάνω)] … Dictionary of Greek
νιόγαμπρος — ο αυτός που έγινε γαμπρός πρόσφατα, που παντρεύτηκε πρόσφατα, ο νεόνυμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νιο * + γαμπρός] … Dictionary of Greek
νιόπαντρος — η, ο (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που παντρεύτηκε πρόσφατα, νεόνυμφος, νεοπαντρεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νιο * + ύπανδρος] … Dictionary of Greek
νιόσπαρτος — η, ο αυτός που έχει σπαρθεί πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νιο * + σπαρτός (< σπέρνω)] … Dictionary of Greek
νιόφαντος — η, ο νεοφανής, καινούργιος, πρωτοφανέρωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νιο * + φαντος (< φαίνω / φαίνομαι)] … Dictionary of Greek
ολβάχιον — ὀλβάχιον και ὀλβάχνιον και ὄλεχον, τό, και ὀλβακήϊα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πλεονάζουσι δὲ τὸ β Συρακούσιοι ὡς ἐπὶ τοῡ ὀλβάχνιον, ὀλάχνιον γάρ ἐστι τὸ ἀπαθὲς τὸ τὰς οὐλὰς ἔχον σημαίνει δὲ τὸ κανοῡν (κάνιστρον) ἐν ᾧ ἀπετίθεντο τὰς οὐλάς». [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ονειρεύομαι — και νειρεύομαι και νείρομαι [όνειρο] 1. βλέπω όνειρα, ενυπνιάζομαι 2. βλέπω κάποιον ή κάτι στο όνειρό μου («καλό στον έμορφο το νιο, που ψες τόν ονειρεύτηκα», Βιζυην.) 3. δημιουργώ φανταστικές εικόνες στο μυαλό μου, ονειροπολώ, φαντασιοκοπώ… … Dictionary of Greek